παρατιμονιάζω

παρατιμονιάζω
αμετ. делать неверное движение, делать резкий поворот рулём (автомашины и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παρατιμονιάζω" в других словарях:

  • παρατιμονιάζω — [παρατιμονιά] 1. κάνω λάθος στον χειρισμό τού τιμονιού, στραβοτιμονιάζω 2. μτφ. κάνω λανθασμένη ή αξιοκατάκριτη πράξη …   Dictionary of Greek

  • παροιακίζω — ναυτ. 1. εκτρέπω το πλοίο από την καθορισμένη πλεύση του από κακό χειρισμό τού τιμονιού ή από απροσεξία, παρατιμονιάζω 2. μέσ. παροιακίζομαι (για πλοίο) εκτρέπομαι από την καθορισμένη πλεύση μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οιακίζω (< οἶαξ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»